- ψιλοχωμάτισμα
- το рыхление (пашни)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλοχωμάτισμα — το, Ν [ψιλοχωματίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοχωματίζω … Dictionary of Greek